Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καιροφυλακτώ [kerofilaktó] Ρ10.9α : περιμένω με τεταμένη την προσοχή να έρθει η κατάλληλη στιγμή για να δράσω· καραδοκώ: Kαιροφυλακτούσε πότε θα έμενε αφύλακτη η είσοδος, για να μπει μέσα. Kαιροφυλακτεί, μόλις αδειάσει η θέση, να την καταλάβει αυτός. Ο κυνηγός καιροφυλακτεί περιμένοντας το θήραμα. || για κτ. πολύ δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί κάθε στιγμή, αν δεν υπάρχει συνεχής επαγρύπνηση: Ο κίνδυνος καιροφυλακτεί, καραδοκεί.
[λόγ. < αρχ. καιροφυλακτῶ]