Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καιροσκοπισμός ο [keroskopizmós] Ο17 : η τακτική που ακολουθεί ο καιροσκόπος, η χωρίς όρους και ηθικούς ενδοιασμούς προσαρμογή σε καταστάσεις, από τις οποίες περιμένει κάποιος προσωπικά οφέλη. || πολιτικός ~, πρακτική που χαρακτηρίζεται από υπερβολική προσαρμογή στις περιστάσεις, για λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης· οπορτουνισμός: H ηγεσία του κόμματος κατηγορείται για καιροσκοπισμό.
[λόγ. καιροσκόπ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. opportunisme]