Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καιροσκοπικός -ή -ό [keroskopikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που ταιριάζει στον καιροσκόπο: Kαιροσκοπική πολιτική / τακτική. Kαιροσκοπικό κόμμα.
καιροσκοπικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. καιροσκόπ(ος) -ικός]