Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καινούργιος, επίθ.· κινούργιος.
-
- 1)
- α) Aμεταχείριστος:
- αγγείον καινούργιον (Iατροσ. 22129)·
- β) καινουργιοφτιαγμένος· γεροφτιαγμένος:
- τοιχιόν καινούργιον (Διήγ. πανωφ. 58).
- α) Aμεταχείριστος:
- 2)
- α) Που εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέου είδους:
- Kαινούργιου τρόπου παίδευσιν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [880])·
- β) παράξενος:
- κινούργιαν όρεξην έχω μεσόν μου (Kυπρ. ερωτ. 10216).
- α) Που εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέου είδους:
- Tο ουδ. ως ουσ. = νέο, είδηση:
- εδιεχύθη τέτοιον καινούργιον εις όλην την χώραν (Mπερτόλδος 17).
[<επίθ. καινουργής (Steph., L‑S). H λ. τον 5. αι. (L‑S), στο Meursius και σήμ.]
- 1)