Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καινοτόμος -ος / -α -ο [kenotómos] Ε14 : που καινοτομεί: ~ σκέψη. || (συνήθ. ως ουσ.) ο καινοτόμος, θηλ. καινοτόμος, αυτός που εισάγει και εφαρμόζει νέες, πρωτοποριακές μεθόδους, αυτός που ανοίγει νέους δρόμους στον κοινωνικό, πολιτικό, επιστημονικό ή καλλιτεχνικό τομέα· νεωτεριστής.
[λόγ. < αρχ. καινοτόμος]