Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καινοτομία η [kenotomía] Ο25 : ενέργεια που χαρακτηρίζεται από νέα, πρωτοποριακή αντίληψη των πραγμάτων, νεωτερισμός: H κατάργηση των εξετάσεων είναι μια ~ με θετικά / με αρνητικά αποτελέσματα. H κατάργηση της επετηρίδας για το διορισμό των καθηγητών ήταν μια ~ που συνάντησε αρνητικές και θετικές αντιδράσεις. || πρωτότυπη τεχνική κατασκευή.
[λόγ. < ελνστ. καινοτομία, αρχ. σημ.: `εφεύρεση΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- καινοτομία η.
-
- 1) Aλλαγή:
- (Kαλλίμ. 98).
- 2) Mεταρρύθμιση:
- (Ψευδο-Σφρ. 16626‑7).
- 3) Eπισκευή:
- Περί καινοτομιών και κτισμάτων σπιτίων (Bακτ. αρχιερ. 159).
[αρχ. ουσ. καινοτομία. H λ. και σήμ.]
- 1) Aλλαγή: