Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθώς [kaθós] επίρρ. : με πολλαπλή λειτουργία· εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: I. αναφορικές· δηλώνει τρόπο ή συμφωνία· όπως: Άπλωσε τα χέρια του, ~ θα τα άπλωνε για να αγκαλιάσει κπ., όπως ακριβώς, με τον ίδιο τρόπο. Φόρεσε τα καλά του, ~ ταίριαζε στην περίπτωση. ~ ακούω, δεν πρόκειται να αργήσουν. Δεξιά ~ μπαίνεις είναι η κουζίνα, μπαίνοντας, όπως μπαίνεις. || συχνά παρενθετικά: Kουβαλούν μαζί τους, ~ συνηθίζεται, κι ένα καλαθάκι με το πρόγευμα. (έκφρ.) ~ πρέπει, καθωσπρέπει. || σε αναφορικές παραβολικές ή παρομοιαστικές προτάσεις εκφέρει το α' σκέλος παρομοιώσεων: ~ κυλάει το νερό, έτσι
|| σε ελλειπτι κό λόγο προσθέτει έναν επιπλέον αλλά ισοδύναμο προς τους προηγούμενους όρο· όπως: Tο σχόλιο είναι απάντηση σε ορισμένες παρατηρήσεις που έγιναν, ~ επίσης και στους σαφείς υπαινιγμούς ορισμένων. II. χρονικές· δηλώνει: 1. πράξη που διαρκεί, συμβαίνει συγχρόνως με την πράξη της κύριας πρότασης· όπως, ενώ, όσο: ~ προχωρούσα, αναρωτιόμουν γιατί πηγαίνω. ~ κυλά το νερό, ποτίζονται συγχρόνως και τα παρτέρια. ~ θα ετοιμάζεσαι, θα πεταχτώ ως το περίπτερο. 2. πράξη η οποία ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη στο παρελθόν, διακόπηκε από μία άλλη· ενώ, ενό σω, την ώρα που: ~ ετοιμαζόμουν για να φύγω, χτύπησε το τηλέφωνο. 3. πράξη στιγμιαία και σύγχρονη με την πράξη της κύριας πρότασης· μόλις: ~ τον είδα από μακριά, τον κατάλαβα αμέσως. ~ τον είδα να έρχεται, άλλαξα δρόμο. III. αιτιολογικές· επειδή: ~ ήταν πολύ ψηλός, εύκολα τον διέκρινες από μακριά. Γελαστή και όμορφη ~ ήταν, τους είχε ξετρελάνει όλους, έτσι που ήταν γελαστή
[I: αρχ. καθώς· ΙΙ: ελνστ. σημ.· III: μσν. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- καθώς, επίρρ.· χαθώς.
-
- Α´ Eπίρρ.
- 1) Όπως, όπως ακριβώς, σαν, καθώς:
- Kαθώς τ’ αλάφι όντας βαστά στο στήθος το δοξάρι …, έτσι κι εγώ … πορπατώ (Πανώρ. B´ 149)·
- για ν’ αποθάνω σήμερο σα σκλάβα αγοραστή σου … κι όχι καθώς παιδί σου (Eρωφ. Δ´ 408)·
- δίχως να πατεί στη γης, καθώς αναθιβάνω, έριχνεν εκατό τσινιές (Eρωτόκρ. B´ 395)·
- έκφρ. ως καθώς = όπως ακριβώς:
- (Άνθ. χαρ. 28920).
- 2) Mε ποιον τρόπο, πώς:
- Λεπτομερώς τον είπασιν οι καβαλάροι εκείνοι το πράμα, την υπόθεσιν καθώς εκαταστάθη (Xρον. Mορ. P 2530).
- 1) Όπως, όπως ακριβώς, σαν, καθώς:
- Β´ Ως σύνδ.
- 1) Όταν, μόλις:
- καθώς είδεν την ευμορφίαν εκείνης … (Iστ. πατρ. 9720).
- 2) Eπειδή:
- άρχισα να σκεπάζουσι με τρόπον ένα κι άλλο, καθώς η ώρα τσ’ έφταξε, το κρίμα το μεγάλο (Eρωφ. Δ´ 206).
- 1) Όταν, μόλις:
[αρχ. επίρρ. καθώς. H λ. και σήμ.]
- Α´ Eπίρρ.
[Λεξικό Κριαρά]
- καθώσπερ, επίρρ.
-
- Όπως:
- ελάλησαν καθώσπερ τους εφάνη (Xρον. Tόκκων 1395).
[μτγν. επίρρ. καθώσπερ (L‑S Suppl.)]
- Όπως:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθωσπρέπει [kaθosprépi] επίρρ. : όπως πρέπει, όπως επιβάλλουν οι κανόνες της καλής συμπεριφοράς. || (ως επίθ.): Είναι ένας ~ άνθρωπος. Πολύ ~ εστιατόριο, για καθωσπρέπει ανθρώπους. || (κάποτε και ειρ.): Πολύ ~ μας το παίζει τελευταία.
[λόγ. φρ. καθώς πρέπει μτφρδ. γαλλ. comme il faut]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθωσπρεπισμός ο [kaθosprepizmós] Ο17 : συμπεριφορά σύμφωνη με τους τύπους της καλής αγωγής, που τη χαρακτηρίζει όμως η έλλειψη ψυχικής ευγένειας και ειλικρίνειας.
[λόγ. καθωσπρέπ(ει) -ισμός]