Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθότι [kaθóti] σύνδ. αιτιολ. : (λόγ., συχνά ειρ.) επειδή· διότι: Ξέχασε τα κλειδιά στο αυτοκίνητο ~ είναι απρόσεκτος. || με παράλειψη του ρήματος: ~ κουλτουριάρα ακούει μόνο όπερα.
[λόγ. < αρχ. φρ. καθ΄ ὅτι `μέχρι που΄ σημδ. γαλλ. en tant que]