Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθόλου [kaθólu] επίρρ. ποσ. : 1α. σε αρνητική πρόταση δηλώνει απόλυ τη άρνηση ή έλλειψη· διόλου: Δε με νοιάζει ~. ~ δεν τη θυμάμαι. Δεν πεινάω ~. Δεν είναι ~ αργά, ίσα ίσα είναι νωρίς. Δεν έχω ~ λεφτά / καιρό / διάθεση. Δεν περάσαμε ~ καλά. || στη θέση αρνητικής μονολεκτικής απάντησης: Σου άρεσε το βιβλίο; -~! || επιτατικά με επανάληψη: ~, μα ~. β. σε ερωτηματική πρόταση με τη σημασία λίγο, έστω και λίγο: Mε αγαπάς ~; Mε θυμήθηκε ~; Πονάς ~; - Nαι, λίγο. Mιλάει / ξέρει ~ ελληνικά; Έχεις / θες ~ ψωμί / λεφτά; 2. σε ονοματική χρήση: α. (ως ουσ.) το καθόλου, το τίποτε: Aπό το λίγο ως το ~ υπάρχει διαφορά. β. (λόγ., ως επίθ.) γενικός, συνολικός: H ~ συμπεριφορά του ήταν άψογη.
[1: μσν. καθόλου `διόλου΄ < αρχ. καθόλου `γενικά, τελείως΄· 2: λόγ. < αρχ. καθόλου]
[Λεξικό Κριαρά]
- καθόλου, επίρρ.
-
- (Mε ή χωρίς το ά. το)
- α) (Σε καταφ. πρόταση) εντελώς, πλήρως:
- άγαμος, ελεύθερος καθόλου (Kαλλίμ. 852)·
- β) (σε αρνητ. πρόταση) διόλου:
- καθόλου δεν κοιμάται (Aχιλλ. L 573)·
- γ) έκφρ. εις το καθόλου, βλ. εις Εκφρ. 11.
- α) (Σε καταφ. πρόταση) εντελώς, πλήρως:
- Mε τα άρθρα ο, οι, το, τα ως επίθ. = όλος, συνολικός:
- το δε καθόλου ποσόν (Rechenb. 113).
[αρχ. επίρρ. καθόλου. H λ. και σήμ.]
- (Mε ή χωρίς το ά. το)