Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθωσπρέπει [kaθosprépi] επίρρ. : όπως πρέπει, όπως επιβάλλουν οι κανόνες της καλής συμπεριφοράς. || (ως επίθ.): Είναι ένας ~ άνθρωπος. Πολύ ~ εστιατόριο, για καθωσπρέπει ανθρώπους. || (κάποτε και ειρ.): Πολύ ~ μας το παίζει τελευταία.
[λόγ. φρ. καθώς πρέπει μτφρδ. γαλλ. comme il faut]