Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθυστέρηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθυστέρηση η [kaθistérisi] Ο33 : 1. άφιξη ή αναχώρηση μετά τον καθορισμένο, τον τακτό χρόνο: Tο τρένο θα έχει δύο ώρες ~. Έφτασε με μεγάλη ~. H απεργία των υπαλλήλων του αεροδρομίου δημιούργησε πολύωρες καθυστερήσεις στις πτήσεις. Συγγνώμη για την ~, συγγνώμη που άργησα. || εμφάνιση της εμμηνορρυσίας αργότερα από την κανονική ημερομηνία. 2. εξέλιξη ενός έργου, γεγονότος ή φαινομένου με ρυθμό βραδύτερο από τον προβλεπόμενο ή από το συνηθισμένο ή φυσιολογικό: Παρατηρείται ~ στην κατασκευή του δρόμου / στην ανάπτυξη της οικονομίας μας. || (αθλ.) η παράταση της κανονικής διάρκειας ενός ποδοσφαιρικού αγώνα εξαιτίας των διακοπών του παιχνιδιού (από τραυματισμούς των παιχτών, από επεισόδια κτλ.): Δεν έληξε ακόμη ο αγώνας, γιατί ο διαιτητής κρατάει τις καθυστερήσεις. || υπανάπτυξη: H καταπίεση και η ~ είναι δύο από τα μεγάλα προβλήματα των χωρών της Aφρικής. || (ψυχιατρ.) διανοητική / νοητική ~, γενική διανοητική κατάσταση κάτω από το μέσο όρο, που συνοδεύεται και από προβλήματα προσαρμογής και συμπεριφοράς.

[λόγ. καθυστερη- (καθυστερώ) -σις > -ση απόδ. γαλλ. retard]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες