Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθρεφτίζω [kaθreftízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. για κτ. που σχηματίζει το είδωλο ενός αντικειμένου επάνω στη λεία και γυαλιστερή επιφάνειά του: H λίμνη καθρεφτίζει στα ήσυχα νερά της τις βαρκούλες. Tα δέντρα καθρεφτίζονται στις τζαμαρίες των σπιτιών. Tο πρόσωπό του καθρεφτίζεται στο νερό. || (παθ.) κοιτάζομαι στον καθρέφτη, γυαλίζομαι4. 2. (μτφ.) για κτ. που αντανακλά, απεικονίζει μια πραγματικότητα με τρόπο σαφή και εναργή· αντικατοπτρίζω: Στο πρόσωπό του / στο βλέμμα του καθρεφτίζεται ο πόνος της ψυχής του. H τοπογραφία των πόλεων καθρέφτιζε τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις.
[μσν. καθρεφτίζομαι < καθρέφτ(ης) -ίζω, -ομαι]