Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθρέφτισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθρέφτισμα το [kaθréftizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθρεφτίζω: 1. Tο ~ της πόλης στα νερά της λίμνης. Tο ~ της θάλασσας, το λαμπύρισμα. 2. (μτφ.): Tο λαϊκό τραγούδι είναι το ~ της ψυχής του λαού.

[καθρεφτισ- (καθρεφτίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες