Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθοσίωση η [kaθosíosi] Ο33 : (νομ.) έγκλημα καθοσιώσεως, στο ρωμαϊκό δίκαιο, πράξη που στρεφόταν εναντίον της βασιλικής ή της αυτοκρατορικής εξουσίας· έγκλημα εσχάτης προδοσίας. || (επέκτ.) για να δηλώσουμε και να τονίσουμε τη σοβαρότητα μιας παράβασης: Kαι τη μικρότερη παρατυπία αυτός τη θεωρεί έγκλημα καθοσιώσεως.
[λόγ. < μσν. καθοσίω(σις) -ση, ελνστ. σημ.: `αφιέρωση΄]