Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθορισμός ο [kaθorizmós] Ο17 : η ενέργεια του καθορίζω: Είναι απαραίτητος ο ~ των συνόρων. Ο ~ της ημερομηνίας του συνεδρίου θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, προσδιορισμός. ~ αρμοδιοτήτων, ρύθμιση. Είναι δύσκολος ο ~ των αιτίων του ατυχήματος, προσδιορισμός. || θέτω όρια σε κτ., το θέτω υπό τον έλεγχό μου: Δεν μπορείς να καθορίζεις εσύ τη δική μου τη ζωή.
[λόγ. καθορισ- (καθορίζω) -μός]