Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθομιλουμένη η [kaθomiluméni] Ο30 γεν. πληθ. καθομιλουμένων : η γλώσσα που χρησιμοποιείται από την πλειοψηφία των ομιλητών. || όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους οπαδούς της καθαρεύουσας για να δηλώσουν τη γλώσσα που μιλιόταν κυρίως στα αστικά κέντρα και από την αστική τάξη ή στην καθημερινή επικοινωνία.
[λόγ. θηλ. μπε. του ελνστ. ρ. καθομιλοῦμαι `συνηθίζομαι΄ (αρχ. καθομιλῶ `κερδίζω την εύνοια΄) κατά την ελνστ. φρ. καθωμίληται ἡ λέξις `η λέξη είναι σε κοινή χρήση΄ σημδ.(;) γαλλ. langue commune `κοινή γλώσσα΄]