Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθοδηγητής ο [kaθoδijitís] Ο7 θηλ. καθοδηγήτρια [kaθoδijítria] Ο27 : αυτός που καθοδηγεί κπ. α. Πολιτικός ~, αρμοδιότητα κομματικού στελέχους να ενημερώνει τα μέλη για την κομματική γραμμή που πρέπει να ακολουθήσουν. β. αυτός που δίνει σε κπ. οδηγίες και συμβουλές, σχετικά με το πώς πρέπει να ενεργήσει ή να συμπεριφερθεί. || (μειωτ., στο αρσ.) αυτός που επηρεάζει και παρασύρει κπ. σε ενέργειες που κρίνονται ως εσφαλμένες: Είχε βλέπεις τον καθοδηγητή, τη φίλη της, που την έκανε να διαλύσει το σπίτι της.
[λόγ. καθοδηγη- (καθοδηγώ) -τής· λόγ. καθοδη γη(τής) -τρια]