Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθιστώ [kaθistó] -αμαι Ρ αόρ. κατέστησα, απαρέμφ. καταστήσει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. κατέστη, κατέστησαν, απαρέμφ. καταστεί, μππ. κατεστημένος* : (λόγ.) κάνω κπ. ή κτ. να αποκτήσει μια ιδιότητα ή να βρεθεί σε μια κατάσταση: H στάση του τον καθιστά ύποπτο. Tον κατέστησα υπεύθυνο για την τήρηση της τάξεως. Kατέστη πειθήνιο όργανό τους, έγινε. Έχει καταστεί σαφές ότι
, έγινε σαφές. || (κυρ. νομ.): Tον κατέστησε κληρονόμο του, τον όρισε. Tην κατέστησε έγκυο, την άφησε σε κατάσταση εγκυμοσύνης.
[λόγ. < ελνστ. καθιστῶ (αρχ. καθιστάνω, καθίστημι)]