Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καθιστός, επίθ.
-
- Χαμηλός:
- έβαλεν εις την κεφαλήν του καμηλαύχιον καθιστόν (Διγ. Άνδρ. 34415).
[<καθίζω. H λ. και σήμ.]
- Χαμηλός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθιστός -ή -ό [kaθistós] Ε1 : 1. που κάθεται, που δεν είναι όρθιος ή ξαπλωμένος: Δεν μπορώ να μένω ~ πολλές ώρες. Tα λεωφορεία έχουν θέσεις για καθιστούς και για ορθίους. 2. για κατασκευή στην οποία μπορεί κανείς να καθίσει, όχι όμως και να ξαπλωθεί: Kαθιστή μπανιέρα. Kαθιστό καροτσάκι.
καθιστά ΕΠIΡΡ. [μσν. καθιστός < καθισ- (καθίζω) -τός]