Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθισιό το [kaθisxó] Ο38 (χωρίς πληθ.) : (οικ.) αδράνεια, αποχή ενός ατόμου από κάθε κοπιαστική ή δυσάρεστη δραστηριότητα, είτε γιατί έχει ανάγκη από ξεκούραση είτε γιατί είναι τεμπέλης και αποφεύγει τη δουλειά: Tέλειωσαν οι διακοπές και το ~. Tου αρέσει το ~. Όλη μέρα ~ και κουβέντα.
[καθισ- (καθίζω) -ιό]