Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθιέρωση η [kaθiérosi] Ο33 : 1. η ενέργεια του καθιερώνω. α. επικράτηση ή νομιμοποίηση μιας συνήθειας ή ενός μέτρου: H ~ της μηνιαίας άδειας ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων αγώνων της εργατικής τάξης. H ~ της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους. β. αναγνώριση και καταξίωση: Ο Mπρεχτ γνώρισε παγκόσμια ~. 2. (εκκλ.) αφιέρωση: ~ ναού, η θρησκευτική τελετή των εγκαινίων του ναού. ~ μοναχής.
[λόγ. < αρχ. καθιέρω(σις) `αφιέρωση΄ -ση]