Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθησυχαστικός -ή -ό [kaθisixastikós] Ε1 : που συντελεί, που βοηθάει στο να καθησυχάσει κάποιος. ANT ανησυχητικός: Οι τελευταίες ειδήσεις / εξελίξεις είναι / δεν είναι καθόλου καθησυχαστικές. || (για πρόσ.) Ήταν ~, με τα λόγια του με καθησύχασε.
καθησυχαστικά ΕΠIΡΡ: Mου τα είπε πολύ ~. [λόγ. καθησυχασ- (καθησυχάζω) -τικός]