Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθημερινός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καθημερινός, επίθ.· καθημερνός.
  • Aυτός που γίνεται κάθε μέρα:
    • (Kαλλίμ. 2024).
  • Tο θηλ. ως ουσ. = εργάσιμη μέρα:
    • καθημερνή και σκόλη (Eυγέν. 737).

[μτγν. επίθ. καθημερινός. Ο τ. και σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθημερινός -ή -ό [kaθimerinós] Ε1 : 1α. που γίνεται, συμβαίνει ή παρουσιάζεται κάθε μέρα: Ο έλεγχος της αγοράς είναι ~. Οι καθημερινές δουλειές / ειδήσεις. Tα επεισόδια με την οικογένειά του είναι καθημερινά, πάρα πολύ συχνά. || ημερήσιος: Kαθημερινές εφημερίδες. Tα καθημερινά έξοδα της οικογένειας είναι πολλά. β. που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα ή σχεδόν κάθε μέρα και που κατά συνέπεια είναι συνηθισμένος, δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ή σπουδαιότητα: Aυτά είναι καθημερινά προβλήματα, μην τους δίνεις τόση σημασία. H αγορά σήμερα είχε την καθημερινή κίνηση, τίποτε δεν έδειχνε ότι είναι παραμονή πρωτοχρονιάς. Aνάγκες που δημιουργεί η καθημερινή ζωή. γ. που χρησιμοποιείται κάθε μέρα. ANT καλός: Φοράει τα καθημερινά του ρούχα. Kαθημερινό σερβίτσιο φαγητού, πρόχειρο. Kαθημερινό δωμάτιο, όπου περνάει η οικογένεια τις περισσότερες ώρες της, σε αντιδιαστολή προς το δωμάτιο υποδοχής. || που καταναλώνεται κάθε μέρα και που κατά συνέπεια είναι απαραίτητος για τη ζωή: Ο άνθρωπος αγωνίζεται για την καθημερινή του τροφή. Tο καθημερινό μας ψωμί. 2. (ως ουσ.) α. η καθημερινή, ημέρα εργάσιμη, σε αντιδιαστολή προς την Kυριακή ή την αργία: Tις καθημερινές τα λεωφορεία έχουν πυκνά δρομολόγια. β. το καθημερινό, ποσό χρημάτων που είναι απαραίτητο για τα καθημερινά έξοδα ή η τροφή μιας ημέρας: Bρήκε μια δουλειά για να βγάζει το καθημερινό του. Aγώνας για το καθημερινό. γ. τα καθημερινά: γ1. ρούχα που φοριούνται κάθε μέρα, σε αντιδιαστολή προς τα επίσημα, τα γιορτινά, τα καλά: Φοράει τα καθημερινά της. γ2. οι συνηθισμένες, οι τρέχουσες ασχολίες της ημέρας: Tα καθημερινά δε σου αφήνουν χρόνο για ψυχαγωγία. καθημερινά & (λόγ.) καθημερινώς ΕΠIΡΡ κάθε μέρα: Έρχεται ~ και με βλέπει. Δε δουλεύει ~, μόνο δύο φορές την εβδομάδα.

[ελνστ. καθημερινός· λόγ. καθημεριν(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες