Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθημερινά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καθημερινά, επίρρ.· καθημερνά.
  • Kάθε μέρα:
    • (Διακρούσ. 10928).

[<επίθ. καθημερινός. Ο τ. στο Meursius. H λ. στο Bλάχ. (καθε‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες