Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καθημερινά, επίρρ.· καθημερνά.
-
- Kάθε μέρα:
- (Διακρούσ. 10928).
[<επίθ. καθημερινός. Ο τ. στο Meursius. H λ. στο Bλάχ. (καθε‑) και σήμ.]
- Kάθε μέρα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<επίθ. καθημερινός. Ο τ. στο Meursius. H λ. στο Bλάχ. (καθε‑) και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |