Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθετηριάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθετηριάζω [kaθetiriázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω καθετηριασμό.

[λόγ. < ελνστ. καθετηρ(ίζω) μεταπλ. -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες