Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθελκυσμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθελκυσμός ο [kaθelkizmós] Ο17 : η ενέργεια του καθελκύω, η διαδικασία με την οποία ένα πλοίο, του οποίου η κατασκευή ή η επισκευή έχει τελειώσει, μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό· καθέλκυση.

[λόγ. < ελνστ. καθελκυσμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες