Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καθαρώς, επίρρ.
-
- 1) Kαθαρά:
- (Kυνοσ. 59629).
- 2) Eντελώς:
- ουδ’ ατενίσαι καθαρώς εκείνους με αφήκεν (Προδρ. IV 199).
- 3) Tίμια:
- εζούσαν καθαρώς όλοι τους κι ούλες (Σουμμ., Παστ. φίδ. Xορ. δ´ [42]).
- 4) Σαφώς:
- ο ρήγας … καθαρώς εφθέγξατο τοιάδε (Bέλθ. 950).
[αρχ. επίρρ. καθαρώς]
- 1) Kαθαρά: