Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθαρόαιμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθαρόαιμος -η -ο [kaθaróemos] Ε5 : 1α. για ζώο και κυρίως για άλογο που δεν προέρχεται από διασταυρώσεις που νοθεύουν την καθαρότητα της ράτσας του: Ένα καθαρόαιμο αραβικό άλογο. β. για φυλή ή για άτομο που δεν έχει υποστεί επιμειξίες. 2. (μτφ.) για κπ. που μένει απόλυτα πιστός στην καθαρότητα μιας ιδεολογίας ή θεωρίας: ~ μαρξιστής / δημοτικιστής.

[λόγ. καθαρο- + αίμ(α) -ος μτφρδ. γαλλ. pur-sang]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες