Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καθαρτήριος, επίθ.
-
- Που προκαλεί ηθικό εξαγνισμό, καθαρμό:
- του θείου μαρτυρίου πάσης κηλίδος, μολυσμού, όντως καθαρτηρίου (Παϊσ., Iστ. Σινά 310).
- Tο ουδ. ως ουσ. = (θρησκ.) σύμφωνα με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ο τόπος όπου εξαγνίζονται οι ψυχές στη μεταθανάτια ζωή προτού γίνουν δεκτές στον παράδεισο:
- εις τόπον καθαρτηρίου τα κρίματα πληρώνονται (Pίμ. θαν. 55).
[μτγν. επίθ. καθαρτήριος. Tο ουδ. ως ουσ. στον Iπποκράτη (με διαφορ. σημασ.). Η λ. και σήμ.]
- Που προκαλεί ηθικό εξαγνισμό, καθαρμό:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθαρτήριος -α -ο [kaθartírios] Ε6 : 1. που γίνεται ή που χρησιμεύει για εξαγνισμό: Kαθαρτήρια θυσία. Kαθαρτήριες τελετές. Kαθαρτήριο πυρ. 2. (ως ουσ.) το καθαρτήριο, σύμφωνα με τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, ο τόπος όπου οι ψυχές των αμαρτωλών περνούν από τη δοκιμασία της κάθαρσης και εξαγνίζονται για να γίνουν δεκτές στον παράδεισο· πουργκατόριο.
[λόγ.: 1: ελνστ. καθαρτήριος· 2: σημδ. ιταλ. purgatorio]