Παράλληλη αναζήτηση
19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθαρο- [kaθaro] & καθαρό- [kaθaró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. (συχνά λαϊκότρ.) προσθέτει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό τη σημασία καθαρός, καθαρά, χωρίς βρομιές ή σκόνη: ~πλυμένος, ~τρεχούμενος· ~ντυμένος, ~στρωμένος, ντυμένος, με καθαρά ρούχα, στρωμένος με καθαρά στρωσίδια κτλ. 2. με τη σημασία αντιγράφω από το πρόχειρο χωρίς λάθη: ~γραφώ, ~γράφω· ~γράφηση. 3. σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει ή διατηρεί χωρίς επιδράσεις τα χαρακτηριστικά στοιχεία που συνεπάγεται το β' συνθετικό: καθαρόαιμος. || για καθαρή, ακριβή άρθρωση: καθαρόγλωσσος· ~γλώσσημα, ~γλωσσία. || ~λόγος, ~λογία, με αναφορά στη χρήση της καθαρεύουσας.
[ελνστ. καθαρο- θ. του αρχ. επιθ. καθαρό(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. καθαρο-ποιῶ, μσν. καθαρο-κόσκινον `καθαρό, καινούριο κόσκινο΄]
- καθαροάδολος, επίθ.
-
- Aγνότατος, ανιδιοτελής:
- αγάπη καθαροάδολος (Λίβ. Sc. 2691).
[<επίθ. καθαρός + άδολος]
- Aγνότατος, ανιδιοτελής:
- καθαρόαιμος -η -ο [kaθaróemos] Ε5 : 1α. για ζώο και κυρίως για άλογο που δεν προέρχεται από διασταυρώσεις που νοθεύουν την καθαρότητα της ράτσας του: Ένα καθαρόαιμο αραβικό άλογο. β. για φυλή ή για άτομο που δεν έχει υποστεί επιμειξίες. 2. (μτφ.) για κπ. που μένει απόλυτα πιστός στην καθαρότητα μιας ιδεολογίας ή θεωρίας: ~ μαρξιστής / δημοτικιστής.
[λόγ. καθαρο- + αίμ(α) -ος μτφρδ. γαλλ. pur-sang]
- καθαρογλυκοπίπερος, επίθ.
-
- Στυφόγλυκος:
- καθαρογλυκοπίπερος ανέβαινεν ο μούστος (Kρασοπ. AO 110).
[<επίθ. καθαρός + γλυκοπίπερος]
- Στυφόγλυκος:
- καθαρογράφηση η [kaθaroγráfisi] Ο33 : η ενέργεια του καθαρογραφώ και καθαρογράφω: H ~ της απόφασης του δικαστηρίου / των πρακτικών του συνεδρίου / του άρθρου.
[λόγ. καθαρογραφη- (καθαρογραφώ) -σις > -ση]
- καθαρογράφος ο [kaθaroγráfos] Ο18 θηλ. καθαρογράφος [kaθaroγráfos] Ο35 : αυτός που γράφει καθαρά, ευανάγνωστα.
[λόγ. καθαρο(γραφώ) -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- καθαρογράφω [kaθaroγráfo] -ομαι Ρ αόρ. καθαρόγραψα, απαρέμφ. καθαρογράψει, παθ. αόρ. καθαρογράφτηκα και καθαρογράφηκα, απαρέμφ. καθαρογραφτεί και καθαρογραφεί, μππ. καθαρογραμμένος : 1. αντιγράφω κτ. από το πρόχειρο στο καθαρό, δηλαδή χωρίς τις διορθώσεις ή τις συμπληρώσεις που είχε η πρώτη διατύπωση ενός κειμένου: Πρέπει να καθαρογράψω την έκθεσή μου / το άρθρο μου. Tα πρακτικά της συνεδρίασης δεν καθαρογράφτηκαν ακόμη / δόθηκαν καθαρογραμμένα στο τυπογραφείο. 2. (μππ.) για χειρόγραφο κείμενο που είναι ευανάγνωστο και καθαρό: Kαθαρογραμμένο διαγώνισμα / τετράδιο.
[< καθαρο(γραφώ) μεταπλ. κατά το γράφω]
- καθαρογραφώ [kaθaroγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) καθαρογράφω: Tο έγγραφο, αφού καθαρογραφηθεί, θα αποσταλεί στην αρμόδια υπηρεσία.
[λόγ. < μσν. καθαρογραφώ < καθαρο- + -γραφώ]
- καθαροκοσκινίζω.
-
- Kαθαρίζω καλά με κοσκίνισμα:
- τρίψαι αυτά και καθαροκοσκινίσαι (Iατροσόφ. 9823).
[<ουσ. καθαροκόσκινον + κατάλ. ‑ίζω]
- Kαθαρίζω καλά με κοσκίνισμα:
- καθαροκόσκινον το.
-
- Σήτα:
- (Προδρ. II 52 χφ G κριτ. υπ. (έκδ. κρησαροκόσκινον)).
[<επίθ. καθαρός + ουσ. κόσκινον. Τ. κατρακόσˇκινο και κατρακότσινο, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (Καραναστάσης)]
- Σήτα: