Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθαρμός ο [kaθarmós] Ο17 : θρησκευτική ή μαγική τελετουργία που αποσκοπούσε στον εξαγνισμό των πιστών ή στην αποτροπή κάποιου κακού.
[λόγ. < αρχ. καθαρμός]