Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθαριστήριο το [kaθaristírio] Ο40 : 1. επιχείρηση που αναλαμβάνει το χημικό κυρίως καθάρισμα ρούχων ή άλλων ειδών από φυσικές ή συνθετικές ίνες: Έδωσα το κοστούμι / τις κουβέρτες στο ~. Tα ρούχα είναι για ~. Mηχανήματα καθαριστηρίων. || το κατάστημα όπου λειτουργεί η παραπάνω επιχείρηση. 2. τμήμα εργοστασίου για τον καθαρισμό μετάλλων, λαδιού κτλ.
[λόγ. < ελνστ. καθαριστήριον `χώρος καθαρισμού΄]