Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθαρευουσιάνος ο [kaθarevusxános] Ο18 θηλ. καθαρευουσιάνα [kaθarevusxána] Ο25α : οπαδός της καθαρεύουσας, αυτός που μιλάει και γράφει στην καθαρεύουσα, κυρίως ως χαρακτηρισμός που χρησιμοποιήθηκε από τους οπαδούς του δημοτικισμού. || (ως επίθ.): Kαθαρευουσιάνοι συγγραφείς.
[καθαρεύουσ(α) -ιάνος· καθαρευουσιάν(ος) -α]