Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθαιρώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθαίρω [kaθéro] -ομαι Ρ σπάν. αόρ. εκάθαρα, απαρέμφ. καθάρει, παθ. αόρ. καθάρθηκα, απαρέμφ. καθαρθεί, μππ. καθαρμένος : (λόγ.) εξαγνί ζω.

[λόγ. < αρχ. καθαίρω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθαιρώ [kaθeró] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. καθαιρέθηκα, απαρέμφ. καθαιρεθεί, μππ. καθαιρεμένος και καθηρημένος* : αφαιρώ από κπ. το αξί ωμα ή το βαθμό που κατέχει, τον κηρύσσω έκπτωτο: ~ ένα βασιλιά, τον εκθρονίζω. ~ έναν αξιωματικό / έναν κληρικό. Ο επίσκοπος καθαιρέθηκε από τον πατριάρχη και αποσύρθηκε σε μοναστήρι. Kαθαιρέθηκε η ηγεσία του κόμματος.

[λόγ. < ελνστ. καθαιρῶ, αρχ. σημ.: `κατεβάζω, ρίχνω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
καθαίρω· καθαίρνω, (Θησ. Ζ´ [352]).

[αρχ. καθαίρω. Ο τ. κ.ά. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καθαιρώ.
  • 1) Παύω από το αξίωμα:
    • καθαιρούσιν τον παπάν (Γλυκά, Στ. 271).
  • 2) Eξαλείφω, απομακρύνω:
    • πάσας τας αιτίας των εντός αυτού (ενν. ιέρακος) καθαιρείς (Oρνεοσ. αγρ. 56522).

[αρχ. καθαιρέω. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες