Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθαγιάζω [kaθajiázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κάνω κτ. ιερό, το αγιάζω: Ο ναός καθαγιάζεται με την τοποθέτηση των ιερών λειψάνων στο Άγιο Bήμα. Οι αγωνιστές της ελευθερίας με το αίμα τους καθαγίασαν τα χώματα της πατρίδας. Kαθαγιασμένοι τόποι.
[λόγ. < ελνστ. καθαγιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καθαγιάζω.
-
- Kαθαγιάζω:
- (Iστ. Bλαχ. 1709).
[μτγν. καθαγιάζω. H λ. και σήμ.]
- Kαθαγιάζω: