Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθαίρεση η [kaθéresi] Ο33 : η ενέργεια του καθαιρώ, η αφαίρεση αξιώματος από κπ.: Στρατιωτική ~, ατιμωτική ποινή που επιβάλλεται σε αξιωματικούς. Kληρικός καταδικάστηκε σε ~, με την οποία επανέρχεται στην τάξη που ανήκε πριν γίνει κληρικός.
[λόγ. < ελνστ. καθαίρε(σις) -ση, αρχ. σημ.: `γκρέμισμα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- καθαίρεση η· καθαίριση.
-
- Aπομάκρυνση από αξίωμα:
- με αφόρισαν και με αναθεμάτισαν και με άργησαν, έως να έλθει η τελεία μου καθαίριση (Συναδ. φ. 42v).
[αρχ. ουσ. καθαίρεσις. Η λ. και σήμ.]
- Aπομάκρυνση από αξίωμα: