Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθίζηση η [kaθízisi] Ο33 : 1α. (γεωλ.) βύθιση τμήματος της επιφάνειας του εδάφους, που είναι αποτέλεσμα της κατακόρυφης μετακίνησης των μαζών του: H ~ (του εδάφους) προκάλεσε ρήγματα σε πολλά κτίρια. || (γενικότ.) μετακίνηση προς τα κάτω ενός δομημένου συνόλου ή ενός τμήματός του: H πολυκατοικία έχει υποστεί ~. Οι σπόνδυλοι έχουν πάθει ~. β. η συγκέντρωση ιζήματος, το κατακάθισμα στερεών ουσιών που βρίσκονται σε διάλυση μέσα σε υγρό. || (ιατρ.) ταχύτητα καθιζήσεως, η ταχύτητα με την οποία κατακάθονται τα ερυθρά αιμοσφαίρια στον πυθμένα του δοκιμαστικού σωλήνα: H ~ είναι αυξημένη / είναι στα φυσιολογικά όρια. Εξέταση για ~. Έχει ~, αυξημένη καθίζηση. 2. (μτφ.) για να δηλώσουμε την πολύ απότομη και μεγάλη πτώση ενός μεγέθους ή μιας τιμής: Tο κυβερνών κόμμα έπαθε ~ στις τελευταίες εκλογές.
[λόγ. < ελνστ. καθίζη(σις) `καθιστική θέση΄ -ση, σημδ.: 1: γαλλ. effondrement· 2: γαλλ. sédimentation]