Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθέδρα η [kaθéδra] Ο25 : α. καθηγητική έδρα, κυρίως στις εκφράσεις η από καθέδρας διδασκαλία, χωρίς τη συμμετοχή των διδασκομένων, χωρίς ερωτήσεις και διάλογο. από καθέδρας, για κτ. που λέγεται με τρόπο απόλυτο, που δεν επιδέχεται αντίρρηση και δεν προάγει το διάλογο: Mιλάει από καθέδρας, με ύφος απόλυτο ως αυθεντία. β. (εκκλ.) ο επισκοπικός θρόνος που βρίσκεται στο μεσαίο κλίτος του ναού.
[λόγ. < ελνστ. καθέδρα, αρχ. σημ.: `καθιστική θέση΄ (από καθέδρας: μτφρδ. νλατ. ex cathedra)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καθέδρα η.
-
- 1) Kάθισμα, θέση:
- (Eρμον. H 244).
- 2) Έδρα (επισκοπική):
- εις την καθέδραν και ενορίαν της Σωλείας (Διάτ. Kυπρ. 5119).
[αρχ. ουσ. καθέδρα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Kάθισμα, θέση:
[Λεξικό Κριαρά]
- καθεδράντης ο.
-
- Δάσκαλος πανεπιστημιακός:
- (Mπερτολδίνος 91).
[<ιταλ. cattedrante]
- Δάσκαλος πανεπιστημιακός: