Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθάρισμα το [kaθárizma] Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθαρίζωI, η διαδικασία με την οποία κάνω πάλι καθαρό κτ. που λερώθηκε: Tο ~ των ρούχων / του σπιτιού / των ακτών. Tο πάτωμα θέλει καλό / γερό ~. Στεγνό / υγρό / χημικό ~, τρόποι καθαρίσματος των ρούχων. Tο ~ του προσώπου, καθαρισμός. 2. απομάκρυνση ξένων ή άχρηστων στοιχείων: Tο ~ της φακής / των ψαριών.
[καθαρισ- (καθαρίζω) -μα]