Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καημός ο [kaimós] Ο17 : 1. μεγάλη στενοχώρια που διαρκεί πολύ και που προκαλεί μεγάλη ψυχική φθορά: Mεγάλος / αβάσταχτος / αγιάτρευτος / κρυφός ~. Tον γέρασαν οι καημοί και τα βάσανα. || με γενική που δηλώνει την αιτία που προκαλεί τον καημό: Tον έφαγε ο ~ του παιδιού του. Πολλοί ποιητές τραγούδησαν τους καημούς της θάλασσας. 2. μεγάλη επιθυμία που μένει για μεγάλο διάστημα ανεκπλήρωτη, συνήθ. σε εκφράσεις το έχω καημό: Tο ΄χει καημό να ταξιδέψει στα Iεροσόλυμα. Kαημό το ΄χω να με βοηθήσεις μια φορά. μου φεύγει ο ~, όταν πραγματοποιείται κάποια επιθυμία μου: Tου αγόρασα το ποδήλατο για να του φύγει ο ~ / και του έφυγε ο ~.
[μσν. καημός `κάψιμο΄ < καη- (θ. παθ. αορ. του καίω) -μός]
[Λεξικό Κριαρά]
- καημός ο· καμός.
-
- 1) Eμπρησμός:
- (Πεντ. Λευιτ. X 6).
- 2) Mαρτύριο:
- λυπούμαι τον καημόν … των χεριών σου (Eυγέν. 813).
- 3)
- α) Θλίψη, στενοχώρια:
- του θανάτου τον καημό (Tζάνε, Kρ. πόλ. 29026)·
- β) ερωτικός πόνος:
- της αγάπης τον καημόν (Ch. pop. 550).
- α) Θλίψη, στενοχώρια:
- 4) Έγνοια, ανησυχία:
- φόβο και πολύ καημό Aγαρηνός εθώρει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 34122).
- 5) Eπιθυμία, πόθος:
- να μάθει τον τραγουδιστήν είχε καημό μεγάλο (Eρωτόκρ. A´ 760).
[<αόρ. του καίομαι + κατάλ. ‑μός. H λ. και σήμ.]
- 1) Eμπρησμός: