Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καζούρα η [kazúra] Ο25α : (οικ.) πειράγματα και φάρσες που αποσκοπούν στη γελοιοποίηση ενός προσώπου και που γίνονται ομαδικά και με πολύ θορυβώδη τρόπο: H τάξη τιμωρήθηκε, γιατί έκανε ~ στο δάσκαλο. Mόλις ανέβηκε στο βήμα, το ακροατήριο άρχισε την ~.
[ίσως κάζ(ο) -ούρα]