Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καζαντίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καζαντίζω [kazandízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) κερδίζω πολλά χρήματα και σχηματίζω μεγάλη περιουσία.

[μσν. καζαντίζω < τουρκ. kazand(ι) (γ' εν. αορ. του kazanmak) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
καζαντίζω.
  • Α´ (Mτβ.) κερδίζω:
    • (Συναδ. φ. 175r).
  • Β´ (Aμτβ.) κερδίζω χρήματα, πλουτίζω:
    • (αυτ. φ. 165v).

[<αόρ. kazandιm του τουρκ. kazanmak. H λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες