Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καζανιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καζανιά η [kazaná] Ο24 : ποσότητα που χωράει σε ένα καζάνι: Δυο καζανιές μούστος. Έπλυνε τρεις καζανιές ρούχα. || το περιεχόμενο ενός καζανιού. (έκφρ.) έφαγε μια ~ φαΐ, υπερβολική ποσότητα.

[καζάν(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καζανιάζω [kazanázo] Ρ2.1α : βάζω σε καζάνι, κυρίως για να κάνω απόσταξη.

[καζάν(ι) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες