Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καζίνο το [kazíno] Ο39 : μεγάλο και πολυτελές κέντρο χαρτοπαιξίας, κυρίως για τυχερά παιχνίδια, όπως π.χ. η ρουλέτα: Iδιωτικό ~. ~ υπό τον έλεγχο του κράτους.
[παλ. ιταλ. casino `βίλα για διασκεδάσεις΄ και σπάν. σημ.: `καζίνο΄ (στα σημερ. ιταλ. casino [-inó] ) με επίδρ. της σημ. και του γαλλ. casino [-inó] ή και μέσω του γερμ. Kasino [-íno] ]