Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καζάντι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καζάντι το [kazándi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκότρ.) α. μεγάλα κέρδη. β. πλούτη. ΦΡ είδαμε τα καζάντια σου!, ειρωνικά, είδαμε την προκοπή σου, τα αποτελέσματα των προσπαθειών σου.

[καζαντ(ίζω) (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καζαντίζω [kazandízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) κερδίζω πολλά χρήματα και σχηματίζω μεγάλη περιουσία.

[μσν. καζαντίζω < τουρκ. kazand(ι) (γ' εν. αορ. του kazanmak) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
καζαντίζω.
  • Α´ (Mτβ.) κερδίζω:
    • (Συναδ. φ. 175r).
  • Β´ (Aμτβ.) κερδίζω χρήματα, πλουτίζω:
    • (αυτ. φ. 165v).

[<αόρ. kazandιm του τουρκ. kazanmak. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καζάντισμα το [kazándizma] Ο49 : (λαϊκότρ.) απόκτηση περιουσίας.

[καζαντισ- (καζαντίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες