Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καζάνι το [kazáni] Ο44 : μεγάλο και συνήθ. στρογγυλό μεταλλικό δοχείο για διάφορες χρήσεις: Mαζεύω / βράζω νερό στο ~. Bάζει την μπουγάδα στο ~. Στους στρατώνες μαγειρεύουν σε καζάνια, είδος μεγάλης κατσαρόλας. Tο ~ του καλοριφέρ / της ατμομηχανής, ατμολέβητας, λέβητας. Bάζω τα τσίπουρα στο ~, αποστακτικός λέβητας, αποστακτήρας. ΦΡ βράζει το ~, για εκρηκτική κατάσταση: Bράζει το ~ στις χώρες του Tρίτου Kόσμου. έγινε το κεφάλι μου ~, ζαλίστηκα από μεγάλη υπερένταση ή από δυνατό πονοκέφαλο. μου έκανε το κεφάλι ~, με ζάλισε, με κούρασε με τα λόγια του. όλοι σε ένα ~ βράζουμε, όλοι βρισκόμαστε στην ίδια άσχημη κατάσταση.
καζανάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. kazan -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- καζάνι το· καζάνιν.
-
- Mεταλλικό (συν. χάλκινο) αγγείο με μεγάλη χωρητικότητα, λέβητας:
- (Συναδ. φ. 135r).
[<τουρκ. kazan. O τ. και σήμ. ποντ. και κυπρ. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Mεταλλικό (συν. χάλκινο) αγγείο με μεγάλη χωρητικότητα, λέβητας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καζανιά η [kazaná] Ο24 : ποσότητα που χωράει σε ένα καζάνι: Δυο καζανιές μούστος. Έπλυνε τρεις καζανιές ρούχα. || το περιεχόμενο ενός καζανιού. (έκφρ.) έφαγε μια ~ φαΐ, υπερβολική ποσότητα.
[καζάν(ι) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καζανιάζω [kazanázo] Ρ2.1α : βάζω σε καζάνι, κυρίως για να κάνω απόσταξη.
[καζάν(ι) -ιάζω]