Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καζάκα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καζάκα η [kazáka] Ο25 : μπλούζα φαρδιά, μακριά, ριχτή και κλειστή στο λαιμό.

[ιταλ. casacca]

[Λεξικό Κριαρά]
καζάκα η.
  • Eίδος ενδύματος:
    • (Φορτουν. Γ´ 36).

[<ιταλ. casacca. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες