Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καδρόνι το [kaδróni] Ο44 : ξύλινο δοκάρι με ορθογωνική διατομή.
[ιταλ. quadron(e) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καδρονιάζω [kaδronázo] -ομαι Ρ2.1 : τοποθετώ καδρόνια σε πάτωμα, στέγη κτλ.
[καδρόν(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καδρόνιασμα το [kaδrónazma] Ο49 : η ενέργεια του καδρονιάζω.
[καδρονιασ- (καδρονιάζω) -μα]