Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καδής ο [kaδís] & κατής ο [katís] Ο8 : Tούρκος δικαστής που δίκαζε με βάση το μουσουλμανικό δίκαιο.
[μσν. καδής < αραβ. qadī -ς· τουρκ. kadι (από τα αραβ.) -ς]
[Λεξικό Κριαρά]
- καδής ο· κατής.
-
- Μουσουλμάνος δικαστής:
- ένα των αυτού (ενν. του Παγιαζίτ) κριτών και νομιμαρίων, ον αυτοί καλούσι καδήν (Δούκ. 7722)·
- πολλούς εκρέμασεν άκριτα χωρίς του κατή τον λόγον (Συναδ. φ. 33r).
[<αραβ. qa ḍī - τουρκ. kadι· βλ. Mor. II 145-6. Ο τ. στο Du Cange (λ. ‑ίς) και σήμ. H λ. το 10. αι., στο Meursius και σήμ.]
- Μουσουλμάνος δικαστής: