Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καδένα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καδένα η [kaδéna] Ο25 : αλυσίδα που χρησιμοποιείται ως κόσμημα στο λαιμό ή στο χέρι: Σταυρός με χρυσή ~. || η αλυσίδα σε ρολόι τσέπης. καδενίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. καδένα < βεν. cadena· καδέν(α) -ίτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
καδένα (I) η· καγίνα· καΐνα.
– Βλ. και κατήνα.
  • α) Aλυσίδα:
    • εις τα ποδάρια είχανε τση σκλάβωσης καδένα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 37714
    • φρ. μπαίνω στην καδένα = φυλακίζομαι:
      • (Λεηλ. Παροικ. 84
  • β) αλυσίδα που κλείνει την είσοδο λιμανιού (πβ. άλυσος 1β):
    • πόρτο με καδένα (Πορτολ. A 2102
  • γ) περιδέραιο· κόσμημα:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 32824), (Γεωργηλ., Θαν. 143).

[<βεν. cadena. Οι τ. <βεν. caena· πβ. λ. καϊνέτα (Somav. και ιδιωμ., Meyer, NS III 28-9). H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καδένα (II) η.
  • (Ναυτ.) δοκάρι που συνδέει τις πλευρές καραβιού στο μέγιστο πλάτος του:
    • (Kαραβ. 4926).

[<βεν. cadena]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες